Ολίγες σκέψεις περί ελληνο-τουρκικής φιλίας
Yanis Bonos* Οποιαδήποτε σκέψη περί φιλίας προϋποθέτει αναγκαστικά τα ενδεχόμενα της αδιαφορίας ή/ και της έχθρας. Η πρώτη, πρακτική και μόνο, συνέπεια του συλλογισμού αυτού μπορεί να είναι η απεμπλοκή της ιστορίας από το παρόν και όχι αναγκαστικά η εκ νέου εγγραφή της στο μέλλον που προγραμματίζεται τώρα από κυβερνήσεις, ιδιωτικούς φορείς και φορείς της λεγόμενης κοινωνίας πολιτών. Η δεύτερη, προγραμματικού επίσης είδους, συνέπεια του παραπάνω συλλογισμού περί φιλίας μεταξύ εθνών-κρατών, έχει να κάνει με την φιλία που χρωματίζεται εντός των συνόρων ως συναίνεση από τα εκατέρωθεν πολιτικά σκηνικά. Το προοίμιο του τροποποιημένου τουρκικού συντάγματος του 1982 ανακηρύσσει την κεμαλική αρχή «ειρήνη στην πατρίδα, ειρήνη στον κόσμο» ως επιθυμία και πίστη των Τούρκων πολιτών. Αρκεί, πιθανόν, να μην συντρέχει η μία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, ώστε κάθε σκέψη, πλάνο, σχέδιο ή πρόγραμμα φιλίας να μείνει στα χαρτιά. Η εμπλοκή της ιστορίας Αν είναι σωστό το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μαθαίνουν πλέον ιστορία από τις τάξεις των σχολείων τους, αλλά από τα μέσα της βιομηχανίας του θεάματος, όπως τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο, το μουσείο με πολυμέσα, κ.τ.λ., τότε η επιχείρηση εκ νέου συγγραφής σχολικών εγχειριδίων ιστορίας, που προκάλεσε μεγάλες κόντρες εντός κι εκτός της ελλαδικής κοινής γνώμης, μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον αφελής. Η ιστορία του ελληνικού κράτους έδειξε ότι χρειάστηκαν αρκετές γενιές μαθητών για να φτάσει αυτό το κράτος στο «θαύμα» του συνεχούς δεκαετούς πολέμου που ξεκίνησε με τους Βαλκανικούς Πολέμους στα 1912 και συνεχίστηκε πίσω από τα πολεμικά μέτωπα με άλλα μέσα. Ένα από τα μέσα αυτά ήταν το σβήσιμο της ιστορίας, και πιο συγκεκριμένα η καταστροφή ή η διαφορετικών σκοπών χρήση θρησκευτικών και κοσμικών κτηρίων της οθωμανικής περιόδου. Αν το μέσο αυτό προτιμήθηκε επίσης στην Τουρκία με σκοπό την «επαναστατική» αποτίναξη της αυτοκρατορικής κληρονομιάς, οι συγκρίσεις και οι υπολογισμοί μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δεν ωφελούν παρά στην ετοιμασία πινάκων όπως αυτοί που κατατέθηκαν για την υπογραφή της ελληνοτουρκικής φιλίας του ‘30. Από εκείνη την εποχή, οι μειονότητες ανακηρύχθηκαν από τις τότε κυβερνήσεις ως προνομιακό πεδίο άσκησης διακρατικής φιλίας. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, γνωστές καταπιέσεις επαναλήφθηκαν με τάσεις κορύφωσης μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τα χρόνια που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από τις συγκρούσεις στην Κύπρο και τις επεμβάσεις που έγιναν σε νατοϊκό πλαίσιο, από το κουρδικό ζήτημα, τις ελληνο-τουρκικές αντεκδικήσεις και κρίσεις στις θάλασσες και στους ουρανούς του Αιγαίου και την παράλληλη αύξηση των πολεμικών δαπανών. Κι ενώ η σύλληψη Οτζαλάν στις αρχές του 1999 παραμένει μάλλον το πιο άγνωστο επεισόδιο των ελληνικών και των τουρκικών αιτιάσεων, η ακολουθία των σεισμών μερικούς μόνο μήνες μετά στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα έδωσε το «δικαίωμα» στους επικεφαλής των υπουργείων εξωτερικών να εγκαινιάσουν μια «νέα» διπλωματία. Από τότε, οι λιγοστές κρατικές συνομιλίες και οι διασυνοριακές ανταλλαγές πολλαπλασιάστηκαν με τρόπο που έδινε το «δικαίωμα» σε όσους ήταν ριγμένοι οικονομικά στην Ελλάδα να κραδαίνουν πάλι σημαίες πατριωτισμού. «Μην πηγαίνετε σε οδοντίατρους της Αδριανούπολης, διότι…», «μην αγοράζετε από το Αϊβαλί γιατί…» ήταν μερικά από τα σλόγκαν που ακούγονταν υπέρ της λεγόμενης «τοπικής» αγοράς και της λεγόμενης «εθνικής» οικονομίας. Μια ισορροπία διαφαίνεται όμως με την αύξηση των τούρκων επισκεπτών στην Ελλάδα και την μείωση των ελλήνων στην Τουρκία. Δεν γνωρίζουμε τα οφέλη και τις ζημιές που προκύπτουν από την δραστηριοποίηση ελληνικών επιχειρήσεων στην Τουρκία και τουρκικών οίκων στην Ελλάδα. Έχει όμως σημασία; Η τυφλή στροφή της ιστορίας Η ιστορική αυτή αναδρομή δεν έχει μεγάλη αξία μπροστά στις ιδέες και τις εντυπώσεις που έχουν αποκομίσει και κερδίζουν μέρα με τη μέρα έλληνες και τούρκοι που επισκέφτηκαν κι έρχονται στην Τουρκία ή στην Ελλάδα, μελετούν σε διαφορετικό βαθμό την ιστορία και την γλώσσα των γειτόνων που αντηλλάγησαν, θυμούνται ακόμη τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων τους… Προσωπικά, θυμάμαι ακόμα μια απ’τις αγαπημένες κουβέντες – καβγάδες επιχειρημάτων με τον Εντερ, φοιτητές κι οι δυο μας στο Παρίσι μετά το 1999, όταν εκείνος υποστήριζε ότι οι ανταλλαγές με βάση το χρήμα δεν είναι αναγκαστικά κακές, έχοντας στο μυαλό του ένα γαλλο-γερμανικό υπόδειγμα, καθώς εγώ δήλωνα λιγότερο αισιόδοξος από τους εφευρέτες του ευρωπαϊκού νομίσματος ως προς τις συνέπειες κάθε κοινωνικής μηχανικής. Αντί επιλόγου Μ’αυτές τις σκέψεις, γνωρίζω ότι κλείνω ένα αρθράκι που μπορεί να ανοίξει ένα σοβαρό διάλογο μεταξύ των επισκεπτών της TURKISH GREEK NEWS. Ασφαλείς αλλά ανεπαρκείς προϋποθέσεις αυτού του διαλόγου είναι η διάθεση για την αναζήτηση μιας αλήθειας που όλο μας ξεφεύγει κι όχι η τάση προς επίδειξη γνώσεων και προς απόδοση χαρακτηρισμών – ετικετών στους συνομιλητές μας. *Ιστορικός