Σε ποιον ανήκει τελικά η σημερινή Τουρκία;
Η στροφή του τουρκικού κοινού εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να εκδηλώνεται τον περασμένο Μάιο. Οι φωτογραφίες αστυνομικών που ξυλοκοπούσαν διαδηλωτές έκαναν την Τουρκία να μοιάζει, για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια, με κράτος σε κρίση, εντελώς ακατάλληλο για διακοπές Δυτικών τουριστών. Η κυβέρνηση είχε πιαστεί εξαπίνης.

Δύο εβδομάδες αργότερα, σε μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης της κρίσης, ο Ερντογάν συγκαλούσε σύσκεψη στην Αγκυρα, στην οποία μετείχαν και ακτιβιστές. Αίσθηση είχε προκαλέσει τότε η διάθεση του πρωθυπουργού να ακούσει τους προσκεκλημένους του, κρατώντας συνεχώς σημειώσεις στην 5ωρη σύσκεψη.

Ακόμη πιο ενθαρρυντική υπήρξε η εξήγηση του Ερντογάν, ότι οι σύμβουλοί του δεν απέδωσαν την πρέπουσα σημασία στις πρώτες διαδηλώσεις για το πάρκο Γκεζί. «Νομίζαμε ότι οι διαμαρτυρίες προέρχονταν μόνο από οικολόγους και έτσι δεν αντιδράσαμε. Αφήσαμε την αστυνομία να φερθεί βίαια, ενώ όταν ενημερώθηκα –την τρίτη ημέρα– ήταν πια πολύ αργά. Μην ανησυχείτε, όμως, κάλεσα τους υπευθύνους στο γραφείο μου και τους επέκρινα τόσο έντονα, που έβαλαν τα κλάματα», είπε ο Ερντογάν. Η παριστάμενη στη σύσκεψη αρχιτέκτονας Ιπέκ Ακπινάρ λέει: «Ο Ερντογάν μού θύμισε εκείνη τη στιγμή περισσότερο αρχηγό φατρίας, παρά πολιτικό».

Την τελευταία δεκαετία, ο Ερντογάν κατέστη ο ισχυρότερος πρωθυπουργός στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, ενώ διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πλέον επιτυχημένου εκλεγμένου ηγέτη στη Μέση Ανατολή, αλλά και της «μεγάλης ελπίδας» της Δύσης στον μουσουλμανικό κόσμο. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, οι Τούρκοι αντιμετώπισαν έναν διαφορετικό Ερντογάν: έναν άνθρωπο-σύμβολο αυταρχισμού και διαφθοράς.

Οι διαδηλώσεις για το πάρκο Γκεζί την περασμένη άνοιξη έφεραν στο φως τις ενδημικές δυσλειτουργίες του τουρκικού κράτους –με προεξάρχουσα την απουσία κράτους δικαίου– αμφισβητώντας παράλληλα την αξία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ. Η συνέχεια υπήρξε ακόμη πιο οδυνηρή για τον Ερντογάν. Τον Δεκέμβριο, οι πρώτες αποκαλύψεις σκανδάλων διαφθοράς άρχισαν να δημοσιεύονται, χάρη στις προσπάθειες των μελών του ισλαμικού κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ενώ η απειλή του πάρκου Γκεζί αφορούσε τη φωτογραφική κάλυψη αστυνομικής βίας, το σκάνδαλο διαφθοράς αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τον πρωθυπουργό.

Η απάντηση του Ερντογάν και στις δύο παραπάνω κρίσεις υπήρξε η τιμωρία όσων θεωρεί προδότες, ανεξαρτήτως εάν αυτοί είναι οικολόγοι ακτιβιστές ή αστυνομικοί διευθυντές και δικαστικοί. Η τακτική αυτή, όμως, έχει δεινές συνέπειες στην οικονομία της χώρας, όπως δείχνει η ελεύθερη πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας.

Η κυβέρνηση Ερντογάν ήταν κάποτε συνώνυμη με τη σταθερότητα, ενώ ένας λόγος που ακόμη και προοδευτικοί Τούρκοι ανέχονταν το ΑΚΡ ήταν ότι τα στελέχη του διακρίνονταν για την εργατικότητά τους. Η διένεξη μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν κυοφορεί εδώ και χρόνια και αφορά τα οικονομικά, την ιδεολογία και την ηθική. Οι «Γκιουλενικοί» ουδέποτε συμφώνησαν με την ξαφνική μεταμόρφωση του Ερντογάν σε λαϊκό ήρωα του αραβικού κόσμου, ρόλο που είχε διαδραματίσει στην εντέλεια κατά την κρίση του «Μαβί Μαρμαρά» με το Ισραήλ, το 2010.

Οι επερχόμενες δημοτικές εκλογές της άνοιξης ίσως δώσουν μία ακόμη ευκαιρία στους οπαδούς του Ερντογάν να του χαρίσουν μία νίκη επιπλέον, επιβεβαιώνοντας το προσωνύμιό του: «Ο κατακτητής».
SUZY HANSEN / THE NEW YORK TIME