Ζωή με όμικρον...
«Δεν έκανε φασαρία», είπαν κάποιοι, δικαίωμα στη πολυκατοικία μας δεν έδωσε ποτέ. Αυτό του ‘’λειπε! Γυναίκα δεν είχε εμφανίσει. Πείτε μου εσείς. Είναι φυσιολογικό αυτό; Τα κοινόχρηστα και το ενοίκιο τα '’δινε μόλις πατούσε ο μήνας. Πού τη βρήκε τη συνέπεια, αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα; Και κείνη η ευγένεια, οι καλοσύνες τάχα, τα χαμόγελα, ποια πονηριά ήθελαν να καλύψουν; Δεν είμαι κορόιδο εγώ, τα ξέρω αυτά τα κόλπα. Μόλις έκλεινε την πόρτα πίσω του, μας έφτυνε χολή. Δεν φτάνουν τα προβλήματα που έχει ο τόπος, αυτοί μας λείπανε। Να μην έχω να ταΐσω το παιδί μου -–που λέει ο λόγος δηλαδή, μην με παρεξηγήσετε–-, και να πρέπει να ταΐσω και το παιδί του αλλουνού… Ευτυχώς που έφυγε. Ένας ξένος λιγότερος, ένας μπελάς λιγότερος. Έτσι τη θέλω εγώ τη χώρα μου, καθαρή. Δεν είναι ξένοι, λέει, αυτοί και κακώς τους αποκαλούμε Ρωσοπόντιους. Τι είναι δηλαδή; Έλληνες; Πώς να νιώσεις Έλληνας, μωρέ, αν δεν σε έχει ποτίσει μέσα σου τούτος ο τόπος; Εξ αποστάσεως, γίνεται; Εδώ εμένα, που ήρθα από την επαρχία 12 χρονών παιδάκι, βλάχο με ανεβάζανε, βλάχο με κατεβάζανε για χρόνια. Την αδερφή μου όμως την έκανα υπηρέτρια και τη γυναίκα μου μοδίστρα, όχι πουτάνα όπως εκείνοι τις δικές τους. Τα σχολεία είδες πώως τα καταντήσανε. Μπαίνεις στην τάξη και ξεχνάς πού βρίσκεσαι. Και φαντάροι αν πάνε, όλο τσαμπουκά, μαγκιά και τρομοκρατία είναι. Όχι σαν και μένα που έκανα 24 μήνες με το Θεό. Και δουλειά να τους εξασφαλίσουμε, και το στόμα μας να μαζέψουμε μη μας πούνε ρατσιστές, και σπίτια να τους δώσουμε, και επιδόματα. Μήπως να τους ζητήσουμε και συγγνώμη που ζούμε ανάμεσά τους; Πήγαινε στην πλατεία να δεις τι γίνεται. Τολμάς να κυκλοφορήσεις; Δεν θα μας κάνουν και μειονότητα στη χώρα μας! Αυτοί δεν υπολογίζουν τίποτα. Ναρκωτικά, πορνεία, όπλα, κλεψιές. Αυτά ξέρουν, αυτά είναι. Παραπονιούνται ότι το κράτος δεν τους φροντίζει. Σιγά μην τους βάλουμε και στο Δημόσιο! Καλά το λέει ο γιος μου. Ο μετανάστης θα σ’ το δαγκώσει το χέρι, γι’ αυτό κράτα το καλύτερα στις τσέπες σου. Τα βλέπει το παιδί μου κάθε μέρα στο καφενείο που του άνοιξα απέναντι απ’' το Τμήμα. Η κόρη μου έχει άλλα μυαλά. Δεν υπάρχουν πατρίδες, λέει. Όλη η γη για τους ανθρώπους είναι, τα σύνορα γραμμές στο χάρτη. Με έφαγε η γυναίκα μου. Σάββα μου, να το σπουδάσουμε το κορίτσι μας, να έχει άποψη. Ιδού τα αποτελέσματα. Το λένε και στις Ειδήσεις. Τα εγκλήματα έχουν αυξηθεί από τότε που άνοιξαν τα σύνορα και γίναμε μπάστε σκύλοι αλέστε. Έκανα αγώνα εγώ. Να φτιάξω σπίτι, κομπόδεμα, να ’μαστε σίγουροι. Με ένα μισθό από την Υπηρεσία όλα αυτά και με τους κόπους της γυναίκας μου. Τα χάλασε τα μάτια της πάνω στη μηχανή βράδυ πρωί. Πώς να την ησυχάσω, όταν μπουκάρουνε στα σπίτια μας; Η μέρα καλά κυλάει, τις νύχτες όμως αγριεύεται… Λένε, οι Έλληνες έχουμε πείρα στην ξενιτιά, θα πρεπε να ’μαστε πιο ευαίσθητοι. Και ο αδερφός μου πήγε στη Γερμανία, μαύρα μάτια έκανα να τον δω, παιδί τον έστειλα, γέρο μούυ τον γυρίσανε, όμως εμείς ήμασταν λεβέντες, υπερήφανοι, λες Έλληνας και ανατριχιάζει όλη η Γη. Τώρα όλοι Έλληνες γίνανε... Τους βλέπεις, γυαλίζει το μάτι τους. Έτσι γυάλιζε και το δικό του. Είναι ικανός, λέγανε κάποιοι. Μια μέρα θα τα καταφέρει. Καλό παιδί, φιλήσυχο, σεβαστικό. Πιάνεται φίλος μωρέ ο ξένος;” Ο νεαρός Γιούρι είναι ένας από τους χιλιάδες Έλληνες που μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης εγκατέλειψαν την ανεξάρτητη πια Γεωργία για να επαναπατριστούν στην Ελλάδα, στην πατρίδα της ψυχής τους. Όμως όταν θα φτάσει στην ιδανική αυτή πατρίδα, θα βιώσει, όπως και πολλοί άλλοι που έκαναν το ίδιο ταξίδι της επιστροφής, το οδυνηρό αίσθημα του να σε αντιμετωπίζουν σαν ξένο, μια εν δυνάμει απειλητική παρουσία. Φορτωμένος με τις μνήμες της γενέθλιας γης του, ο Γιούρι προσπαθεί να βρει το δρόμο του και να κατακτήσει τα όνειρά του στα δυτικά προάστια της Αθήνας, αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα αμείλικτη, που τον διαψεύδει καθημερινά. Έρμαιο των γεγονότων που νιώθει να τον ξεπερνούν, οδηγείται στην "άλλη όχθη", γίνεται και αυτός ένα γρανάζι του υποκόσμου που εκμεταλλεύεται γυναίκες από το πρώην ανατολικό μπλοκ, με τις οποίες μπορεί να μιλήσει την ίδια γλώσσα...Μια από τις γυναίκες αυτές είναι και η Ιρίνα, που θα του δώσει το έναυσμα για να διορθώσει εντέλει την ανορθόγραφη ζοή του... Με λόγο γεμάτο ένταση και ρυθμό, η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου περιγράφει μια πραγματικότητα απόλυτα ρεαλιστική και επίκαιρη, μιλά για την ξενοφοβία, για την ανάγκη του "άλλου" να γίνει αποδεκτός σε μια καχύποπτη κοινωνία, αλλά και για τη δύναμη της μνήμης κα του έρωτα. Η Ζοή με όμικρον είναι συνάμα ένα φόρος τιμής στη σύγχρονη Οδύσσεια των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα....